τρικυμίζω

τρικυμίζω
μετ.
1) вызывать бурю, шторм; 2) перен. вызывать бурю

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τρικυμίζω" в других словарях:

  • τρικυμίζω — Ν [τρικυμία] 1. επιφέρω τρικυμία 2. μτφ. διαταράσσω σε μεγάλο βαθμό, δημιουργώ αναστάτωση 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρικυμισμένος, η, ο τρικυμιώδης …   Dictionary of Greek

  • τρικυμίζω — τρικύμισα, τρικυμισμένος 1. μτβ., δημιουργώ τρικυμία, φέρνω φουρτούνα: Το ισχυρό ρεύμα τρικύμισε τη θάλασσα. 2. μτφ., αναστατώνω, κάνω άνω κάτω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρικυμισμένος — η, ο, Ν βλ. τρικυμίζω …   Dictionary of Greek

  • τρικύμισμα — το, Ν [τρικυμίζω] 1. εμφάνιση τρικυμίας, φουρτούνιασμα 2. μτφ. αναταραχή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»